- τυραννοκτόνον
- τυραννοκτόνοςmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυραννοκτόνος — ο, η, ΝΜΑ 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α. β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.) 2. φονέας τυράννου 3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι οι Αθηναίοι Αρμόδιος… … Dictionary of Greek